αγυιόπαιδο(ν)

αγυιόπαιδο(ν)
το , αγυόπαις (-παιδος) ο уличный мальчишка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αγυιόπαιδο(ν)" в других словарях:

  • αγυιόπαιδο — το παιδί τού δρόμου, αλητόπαιδο, χαμίνι, αλάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγυιὰ + παῖς] …   Dictionary of Greek

  • αγυιά — και άγυια / ἀγυιά και ἄγυια, η (Α) 1. οδός, δρόμος, λεωφόρος 2. θαλάσσιος δρόμος 3. σύνολο δρόμων, πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγω τύπος μετοχής ενεργ. παρακμ. χωρίς αναδιπλασιασμό με μετακίνηση τού τόνου. ΠΑΡ. ἀγυιαῖος, Ἀγυιάτης, Ἀγυιεύς. ΣΥΝΘ. αρχ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»